ιμοραλισμός

ιμοραλισμός
ο
(λ. γαλλ.), ονομασία που δόθηκε στην ηθική διδασκαλία του Νίτσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιμοραλισμός — ὁ 1. έλλειψη ηθικότητας 2. (φιλοσ.) η ηθική δοξασία που οδηγεί στη σχετικότητα τών ηθικών αξιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immoralism < immoral + ism] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”